λιπουργός

λιπουργός
λιπουργός, -όν (Α)
αυτός που δεν θεραπεύθηκε πλήρως, ο ατελώς, κακώς θεραπευμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. λιπ(ο)-* + -ουργός (< ἔργον*), πρβλ. αγαθ-ουργός, θε-ουργός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

  • λιπ(ο)- — και λειψ(ο) (AM λιπ[ο] και λειψ[ο] και λειπ[ο] και λειψι ) α συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. λείπω (για τις διάφορες μορφές τού α συνθετικού βλ. λ. λείπω) και δίνει την έννοια τής έλλειψης (πρβλ. λιπόγεως, λιπόγλωσσος, λιπόθυμος,… …   Dictionary of Greek

  • λιπουργία — λιπουργία, ἡ (Α) [λιπουργός] ελλιπής, κακή θεραπεία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”